Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Δύο χρόνια χωρίς την Τασσώ Καββαδία

Σε λίγες μέρες κλείνουν 2 χρόνια από την αποδημία της πιό συμαθούς κακιάς του ελληνικού σινεμά. Βρήκα ενα ωραίο κείμενο στο mic.gr και μερικές σκόρπιες φωτογραφίες της και τα δημοσιεύω



Τασσώ Καββαδία, βλέμμα φαρμακερό




Υπήρξε η ζηλόφθονη και η αρχετυπική κακιά του ελληνικού σινεμά. Γεννήθηκε στην Πάτρα και σπούδασε πιάνο, ζωγραφική και διακόσμηση, σκηνογραφία και ενδυματολογία. Την υποκριτική τη διδάχθηκε από τον Κάρολο Κουν στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε ταυτόχρονα στο θέατρο [Η μικρή μας πόλη, του Θ. Γουάιλντερ] και στον κινηματογράφο [Κυριακάτικο ξύπνημα, του Κακογιάννη] το 1954. Δεν έπαψε να ασχολείται και να υπηρετεί παράλληλα και τις δυο τέχνες.
Ταυτόχρονα ήταν σύζυγος δημοσιογράφου και συντάκτρια καλλιτεχνικού και ελεύθερου ρεπορτάζ. Συμμετείχε στη δημιουργία του πρώτου πειραματικού τηλεοπτικού σταθμού της ΔΕΗ στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1961. Συνεργάστηκε με το ΕΙΡ σε θεατρικά και ειδικές εκπομπές και μετέφρασε έργα σύγχρονου ρεπερτορίου και μυθιστορήματα, με διασημότερα όλων τις παλπ κατασκοπικές περιπέτειες του πράκτορα SAS του Ζεράρ Ντε Βιλιέ.


Παρότι ευτύχησε να συμμετάσχει σε μεγάλες τραγικές ταινίες [Στέλλα, Φαίδρα, Η επιστροφή της Μήδειας, Το χρονικό μιας Κυριακής] δεν έπαιξε ποτέ αρχαίο δράμα. Κι εμένα προσωπικά μ' αρέσει όπως τη θυμάμαι σε κάποιες κλασικές κωμωδίες [Διακοπές στην Αίγινα, Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα, Καπετάν φάντης μπαστούνι, Μια τρελή... τρελή σαραντάρα] και ιδιαίτατα στο ρόλο της Φαρλάκαινας στο κικιρίκου Ξύπνα Βασίλη! [1969] του Δαλιανίδη. Αναλογικά, η μόνη αρχαία κωμωδία που αναφέρεται ότι συμμετείχε είναι οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη και του Βασταρδή [Θεμέλιο, 1994].
Πρόλαβε την παρακμή και τις βιντεοκασέτες [Ο Ιούλιος και τα καλλιστεία], την τηλεοπτική μεταφορά [Ερόικα, 10η εντολή], τις καθημερινές σειρές [Ο σπαγκοραμμένος, Ταβέρνα, Ο χήρος η χήρα και τα χειρότερα, Γίγας μοτέλ, Μπαμ μπαμπάς και μπέμπα, Παππούδες εν δράσει]. Βοήθησε μικρομηκάδες [Χωρίς πρόβα, Παταγονία] και την πρόλαβε ο "μεταμοντέρνος" ελληνικός κινηματογράφος [Προς την ελευθερία]. Ο κακός Περάκης [Θηλυκή εταιρεία], η ακροβατούσα Αγγελική Αντωνίου [Δονούσα, Χαμένες νύχτες], ο συμπαθής Τζον Τατούλης [Φοβού τους Έλληνες...] και ο αλλόκοσμος Κολλάτος [Αλέξανδρος και Αϊσέ, Η διαθήκη του ιερέα Ιωάννη Μελιέ].
Στις 10 Ιανουαρίου του 2011 θα έκλεινε τα 90 για να μπει στα 91. 



20/12/2010
Κώστας Γ. Καρδερίνης
Κλέφτης εικόνων
ΠΗΓΗ http://www.mic.gr/cinema.asp?id=35683

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ Μία από τα ίδια!!!!

 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ Μία από τα ίδια!!!!

«Δεν μπορείς να αντισταθείς στον πλούτο»
Ο «Νιόνιος» μιλάει για τα φορολογικά των καλλιτεχνών, τη διαφθορά και τον γάμο και θυμάται την εποχή που ως δόκιμος δημοσιογράφος έγραφε ψεύτικες συνεντεύξεις του Μίκη Θεοδωράκη
 






ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  26/09/2012 12:34
http://www.tovima.gr/vimagazino/interviews/article/?aid=476284
γράφει ο Αργύρης Παπαστάθης


 

Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ο Διονύσης Σαββόπουλος φτάνει μαζί με τους άλλους επιβάτες στο σταθμευμένο αεροσκάφος της Aegean. Φοράει κόκκινο καπέλο και στρογγυλά μαύρα γυαλιά. Οι πάντες τον αναγνωρίζουν. Ανεβαίνει με τη σκάλα στο αεροπλάνο και αντί για δεξιά στρίβει αριστερά και μπαίνει στο πιλοτήριο. Το αεροσκάφος τροχοδρομεί. «Ο κυβερνήτης κ. Σαββόπουλος σας καλωσορίζει στην πτήση για Χανιά και σας εύχεται καλό ταξίδι» ακούγεται η φωνή της αεροσυνοδού. Κρύος ιδρώτας λούζει τους επιβάτες. Δεν ξέρουν ότι το αεροπλάνο οδεύει προς απογείωση υπό τις εντολές του Κορνήλιου Σαββόπουλου. Ο Διονύσης βρίσκεται απλώς στο κόκπιτ, με ειδική άδεια, για τα δει από κοντά πώς πιλοτάρει ο γιος του.

Την ιστορία μου την είπε φίλος επιβάτης σε εκείνη την πτήση. Τον Σαββόπουλο τον συνάντησα αυτή την εβδομάδα στο γραφείο του στο Κολωνάκι. Η συζήτηση κράτησε πολύ, ξεστράτισε και ξαναγύρισε σε αναμνήσεις, ιστορίες από το παρελθόν και προσωπικές αφηγήσεις. Είχα τη χαρά να τον πετύχω «ανοιχτό» και ορεξάτο για κουβέντα που κράτησε τρεις ώρες.

Του χρόνου το καλοκαίρι συμπληρώνει 50 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι. Μεταφράζει πυρετωδώς τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, γράφει καινούργιες μελωδίες και σχεδιάζει να παρουσιάσει μια σαββοπουλική εκδοχή (όπως οι «Αχαρνής» του 1977) στην Επίδαυρο. «Τώρα που και η κουτσή Μαρία εμφανίστηκε στην Επίδαυρο νομίζω ότι μπορώ να πάω κι εγώ» λέει με το γνωστό μεταξύ σοβαρού και αστείου ύφος του.

Σε περιόδους δύσκολες, σε εποχές αμφιβολιών, αναζητήσεων και αγωνίας, όχι για το αύριο, αλλά για το σήμερα, ξεπήδησαν δημιουργοί που αποτύπωσαν τη στιγμή και βοήθησαν τους Ελληνες να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Ο Σαββόπουλος ήταν ένας από αυτούς. Το πέτυχε την περίοδο της δικτατορίας με δίσκους που άφησαν εποχή: «Το περιβόλι του τρελού» (1969), «Μπάλλος» (1970) και «Βρώμικο ψωμί» (1972). Δικαίως λέγεται για αυτόν ότι έγραψε «το σάουντρακ της ζωής» μιας ολόκληρης γενιάς.

Εφέτος, σε μια περίοδο μεγάλης ρευστότητας και κρίσης σε όλα τα επίπεδα, επιλέγει να στραφεί σε μια σταθερή αξία: στον δάσκαλό του, Μάνο Χατζιδάκι. Αύριο, 24 Σεπτεμβρίου, στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη και τη Δευτέρα 1 Οκτωβρίου στο Ηρώδειο θα εμφανιστεί με δύο ορχήστρες και δύο χορωδίες για να παρουσιάσει ένα «σκληροπυρηνικό» – όπως λέει – αφιέρωμα στον Χατζιδάκι.




 


Στην κουβέντα μας αναφέρεται για πρώτη φορά στη γνωριμία του με τον Χατζιδάκι και σε άγνωστα περιστατικά που τους έφεραν πιο κοντά. «Δεν πρόλαβα προτού πεθάνει να του πω πόσο τον θαύμαζα» λέει και αυτή τη φορά το ύφος του είναι σοβαρό.

Ως μαθητής γυμνασίου υπήρξα και εγώ θαυμαστής του Σαββόπουλου. Τον πολιορκούσα σε συναυλίες και εμφανίσεις. Μια φορά τον πέτυχα με χρόνο και διάθεση στα καμαρίνια. Μου έδωσε συμβουλές επαγγελματικού προσανατολισμού που ίσως έπαιξαν ρόλο στο να γίνω δημοσιογράφος, πιστεύω καλύτερος από αυτόν, γιατί αν δεν το ξέρετε, ο Σαββόπουλος υπήρξε και αυτός κάποτε δημοσιογράφος, όπως θα διαπιστώσετε στο τέλος της συνέντευξης.

Παλιά λέγατε καλύτερα να χρωστάς παρά να σου χρωστάνε. Γιατί αν χρωστάς σε παίρνει ένα τηλέφωνο ο άλλος. Αναθεωρήσατε τελευταία; «Εχω ταράξει στα τηλέφωνα γνωστό μεγαλοεκδότη, δεν λέω το όνομά του, που μου χρωστάει, αλλά φοβάμαι ότι δεν τον ευχαριστούν τα τηλέφωνά μου, κάνει το κορόιδο, κρύβεται. Δεν ξέρω πια τι να κάνω. Εγώ όταν χρωστάω δεν κρύβομαι, απολογούμαι και τα δίνω έστω λίγα λίγα».

Πώς σας φάνηκαν οι αποκαλύψεις για τις φορολογικές δηλώσεις συναδέλφων σας; «Εγώ μπορεί να μην έχω εταιρεία, αλλά δεν θα ήταν κακό να έχω, διότι με την εταιρεία δικαιολογούνται όλα σου τα έξοδα, όπως θα πρέπει να δικαιολογούνται για κάθε πολίτη. Τώρα, αν είναι μαϊμού ή offshore η εταιρεία, να μας κυνηγήσει επιτέλους η Εφορία, αλλά θα παρακαλούσαμε όχι επιλεκτικά, γιατί τότε είναι αλητεία. Είναι αρένα».

Η γενιά σας δεν έζησε πόλεμο, στον Εμφύλιο ήσασταν παιδιά. Τώρα ζούμε χρεοκοπία. Το περιμένατε; «Το 1987 έλεγα σε συνεντεύξεις ότι πάμε για καταστροφή. “Τι είδους καταστροφή; ” με ρωτούσαν. Τους απαντούσα ότι μια καταστροφή έρχεται είτε με δόσεις είτε μια και καλή. Πιστεύω και ελπίζω να ζούμε το πρώτο».

Δεν κατάλαβα, τι εννοείτε; «Αν η καταστροφή είναι με δόσεις, έχεις χρόνο να σοβαρευτείς, έστω και αν είναι αργά, και να το αντιμετωπίσεις. Αυτό ελπίζω».

Πολύς κόσμος πιστεύει ότι οι πολιτικοί της Μεταπολίτευσης ήταν όλοι μαζί μια παρέα που κλέβει. «Οχι μια παρέα που κλέβει, μια παρέα που προωθεί την επιπόλαια και ασπόνδυλη πλευρά του εαυτού μας, διότι έχουμε και μια άλλη, αρχοντική πλευρά, μόνο που αυτή δεν εκφράστηκε πολιτικά. Ακόμη».

Ολα αυτά τα χρόνια, όταν τους συναναστρεφόσασταν, περιμένατε φαινόμενα σαν και αυτά του Ακη; «Δεν τους συναναστρεφόμουν. Σε καμιά πρεμιέρα ίσως ή στη δεξίωση που ακολουθεί. Ανθρωποι σαν κι εμάς ήταν. Ακούστε. Ούτε εμείς γεννηθήκαμε ακέραιοι ούτε εκείνοι γεννήθηκαν διεφθαρμένοι. Είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθείς στη δύναμη του πλούτου. Ετσι είναι ο άνθρωπος και εδώ και στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι από αυτούς που κατηγορούν εδώ τους πολιτικούς, δεν ξέρω τι θα έκαναν αν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχουν θεσμοί και μηχανισμοί τιμωρίας ώστε όποιος βουτάει το δάχτυλο στο μέλι να ρεζιλεύεται δημόσια, αμέσως. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Δυστυχώς ο αστυνόμος, ο δικαστής και ο δεσμοφύλακας πάνε πακέτο με την ανθρώπινη συνθήκη. Τους χρειαζόμαστε, δυστυχώς».

Βλέπετε φως; Η συγκυβέρνηση πώς σας φαίνεται, έχει πιθανότητες επιτυχίας;
«Το εύχομαι».

Μόνο αυτό; «Μόνο».



Η αξιωματική αντιπολίτευση; «Θα ήταν κυβέρνηση, αλλά την εμπόδισε μια κουβέντα: η δραχμή. Φαίνεται πως ο περισσότερος κόσμος φοβάται ότι με μια τέτοια προοπτική μπορούμε να βρεθούμε εκτός δυτικού συστήματος και να γίνουμε ένα κράτος-απόστημα, σαν τον Λίβανο, σαν τη Συρία. Μήπως πρέπει να το ξανασκεφτούν, μη μοιάσουν στο ΠαΣοΚ του ’81 που το πληρώσαμε εν τέλει πολύ ακριβά».

Πώς σας φαίνεται που σχεδόν ένας στους δέκα Ελληνες υποστηρίζει τους υμνητές του Χίτλερ; Η δημοκρατία έχει το δικαίωμα να αμύνεται απέναντι στους φασίστες; «Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν οφείλεται στις ικανότητές της, αλλά στην αποτυχία του πολιτικού συστήματος. Ο Χίτλερ ήταν άλλο πράγμα, είχε ειδικές ικανότητες, είχε δυστυχώς μεγάλο ταλέντο. Η Χρυσή Αυγή και γενικά η Ακροδεξιά στην Ευρώπη θα ανεβεί κι άλλο, είναι μόδα. Μπροστά στο χάος που φέρνει η παγκοσμιοποίηση, τι να κάνει ο ανθρωπάκος που είναι πατρίς - θρησκεία - οικογένεια, αφού το πολιτικό σύστημα αποτυγχάνει να τον ησυχάσει. Η Χρυσή Αυγή είναι πια κοινοβουλευτικό κόμμα και μόνο κοινοβουλευτικά πρέπει να αντιμετωπίζεται. Καλό θα ήταν να μην έμπαιναν στη Βουλή, τώρα που μπήκαν, πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε περισσότερο, να βάλουμε επιτέλους στόχους, να κάνουμε αληθινό κράτος».

Ας αφήσουμε την πολιτική όμως. Πώς είναι ο έρωτας στα 68; «Την αγαπάω πιο πολύ».

Πότε γνωριστήκατε με την Ασπα; «Τον Μάρτη του 1967. Ηρθε να μου πάρει συνέντευξη για το μαθητικό τους περιοδικό, εγώ ήμουν 22, εκείνη 17. Αλλά την παραδέχτηκα όταν με έβαλαν φυλακή εκείνον τον Αύγουστο, επί χούντας. Ολοι οι γνωστοί, δικαιολογημένα, είχαν εξαφανιστεί, και μόνο αυτό το κοριτσάκι ερχόταν κάθε μέρα να μου φέρει φαγητό. Στεκόταν στην ουρά ανάμεσα στις γυναίκες των κρατουμένων που ήταν κάπως σαν χήρες και ορφανά του Εμφυλίου με κάτι τσεμπέρια και ταγάρια. Εκείνη έλαμπε. Κάτι ματάκια μοβ, κάτι χείλη μεταξωτά. Ολόκληρος άνδρας κρεμάστηκα από εκείνο το κοριτσάκι».

Πώς γίνεται να κρατήσει μια σχέση 45 χρόνια; Από τι μπορεί να απειληθεί; «Είναι μυστήριο. Κοντέψαμε να χωρίσουμε δεκάδες φορές, ούτε ξέρω πώς κρατηθήκαμε. Κάναμε παιδιά και εγγόνια. Νιώθω ευγνωμοσύνη για την Ασπα».

Ολοι ρωτούν γιατί δεν γράφετε. Από το 1999 έχουμε να δούμε δίσκο. Οι συνθήκες που ζούμε δεν σας εμπνέουν; «Γράφω καινούργια μουσική για τον “Πλούτο” του Αριστοφάνη και τον μεταφράζω από την αρχή ολόκληρο. Το έργο είναι μια σάτιρα για το λάιφσταϊλ και τη μανία του πλούτου».

Αρα με αφορμή τον «Πλούτο» γράφετε κάτι δικό σας, όπως με τους «Αχαρνής». Καλά κατάλαβα; «Ναι, αλλά τώρα θα είναι πλήρης παράσταση, θα ζητήσω την Επίδαυρο, ελπίζω να μου τη δώσουν».

Δηλαδή θα παίζετε κι εσείς; «Τώρα που και η κουτσή Μαρία εμφανίστηκε στην Επίδαυρο, νομίζω ότι μπορώ να πάω κι εγώ».

Ποιον ρόλο θα παίξετε; «Θα φτιάξω μια Παράβαση και θα την ερμηνεύσω. Ο “Πλούτος” είναι το μόνο έργο του Αριστοφάνη που δεν έχει Παράβαση. Πιστεύω ότι ο κόσμος θα δεχόταν από έναν άνθρωπο σαν κι εμένα να κάνει μια Παράβαση στο πνεύμα του ποιητή».

Ποιοι άλλοι θα παίζουν; «Εχω μια σκέψη να καλέσω όσους απέμειναν από τους “Αχαρνής”: τον Μπουλά, τον Ζιώγαλα, τον Λιούγκο, τον Κατσιμίχα, τη Μελίνα Τανάγρη και νεότερους ηθοποιούς φυσικά που θα ταίριαζαν σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Τώρα βέβαια όλα αυτά μπορεί να αλλάξουν τελείως. Για τον ρόλο της Πενίας θα ήταν νομίζω πολύ καλός ο Τζιμάκος».

Ο Πανούσης; Δεν έχετε θυμώσει που σας σατιρίζει; «Ναι, αλλά είναι πολύ καλός».

Ποιος είναι ο νέος Σαββόπουλος, από τους νεότερους ποιους ξεχωρίζετε; «Ενας φίλος, γελοιογράφος, με πειράζει. Λέει πως πήρα τη σκυτάλη από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη και τώρα στριφογυρίζω μη ξέροντας πού να τη δώσω. Μα, μεταξύ μας, δεν ξέρω και αν υπάρχει κανείς που να ενδιαφέρεται να την πάρει πια αυτή τη σκυτάλη. Το ’94, στην κηδεία του Χατζιδάκι, ένας γνωστός συνθέτης σκύβει στο αφτί του Γιώργου Χατζιδάκι και ρωτάει: “Μήπως σου είπε ποιον αφήνει διάδοχό του ο Μάνος;”. Είναι συγκινητικό να θεωρείς τον δάσκαλό σου βασιλιά σε θρόνο. Αλλά είναι και χαζό. Διότι στη μουσική δεν υπάρχουν διάδοχοι, καθένας μας είναι ένας. Αυτός δεν είναι λόγος να μην εκφράζουμε αγάπη στους παλαιότερους, όπως δεν είναι λόγος να τους ειρωνευόμαστε, όταν κομπλεξικά νιώθουμε ότι απειλούμαστε από την παρουσία τους».

Γιατί τραγουδάτε Χατζιδάκι εφέτος το φθινόπωρο; «Θέλω να τα πω κι εγώ αυτά τα τραγούδια και ας μη διαθέτω τη φωνή που θα επέλεγε ο ίδιος. Νιώθω την ανάγκη. Κατά σύμπτωση μου το ζήτησε και το Φεστιβάλ της Πάτρας. Δουλέψαμε εξαντλητικά με την Ορχήστρα Νυκτών Οργάνων του Δήμου και τη νεανική και παιδική χορωδία της Πολυφωνικής Πατρών. Επίσης υπάρχει και ένα ροκ γκρουπ μέσα στην παραγωγή, η Βάσω Δημητρίου τα ενορχήστρωσε, 27 τραγούδια του Χατζιδάκι».

Δικά σας δεν λέτε, δεν τα παντρεύετε; «Οχι, μόνο Χατζιδάκις, είναι αφιέρωμα. Είναι σκέτο. Υπάρχει μια αναπάντεχη πράξη αντίστασης μέσα στο έργο του Χατζιδάκι. Διότι αντίσταση δεν είναι μόνο η μούντζα, μπορεί να είναι και το ίδιο σου το επίπεδο, αν έχεις επίπεδο, η ίδια σου η συμπεριφορά, η ίδια σου η έκφραση. Η κορυφαία καλλιτεχνική πράξη αντίστασης στη χυδαιότητα της χούντας των συνταγματαρχών είναι ο “Μεγάλος Ερωτικός” του 1972».




 
Ισχύει ότι όταν γνωρίσατε τον Χατζιδάκι τού κάνατε επίθεση; «Ημουν αγενής. Εν ονόματι της ανεξαρτησίας του πνεύματος και της νεότητος, το ’παιξα αφ’ υψηλού και “εναλλακτικός”, ενώ τον θαύμαζα και είχα μεθύσει από τη χαρά που το όνειρό μου να τον συναντήσω γινόταν πραγματικότης. Αντί να του δείξω αυτό, εκστόμιζα διάφορες “απόψεις” ότι π.χ. η καινούργια ενορχήστρωσή του των “Ορνίθων” ήταν χολιγουντιανή ή ότι η “Μυθολογία” ήταν σαν τσιμπιδάκι στα μαλλιά. Εν τω μεταξύ, πρόσεξα ότι είχε λυθεί το κορδόνι του παπουτσιού του και ενώ ποθούσα να σκύψω και να του το δέσω, συνέχισα αγέρωχος με διάφορες “απόψεις”. Το κακό είναι ότι όσο ζούσε δεν τόλμησα να του εκφράσω τα αληθινά μου αισθήματα για αυτόν. Του μιλούσα πάντα σαν ισότιμος ντε και καλά, ενώ ένιωθα κατώτερός του. Ωσπου πέθανε και έχασα την ευκαιρία για πάντα. Ομως με άκουγε πάντα με χαμόγελο και συγκατάβαση. Ισως είχε καταλάβει την “πόζα” μου, τον βαθύ σεβασμό μου για αυτόν. Αυτό ελπίζω».

Πάντως τουλάχιστον δύο φορές σάς υποστήριξε. Λέγεται ότι όταν παιζόταν στο Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου, όπου ήταν διευθυντής, το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», ένα τραγούδι σας που είχε ξεσηκώσει αντιδράσεις από όσους θεώρησαν ότι υποστηρίζατε έναν δολοφόνο, του τηλεφώνησε ο υπουργός Προεδρίας και του ζήτησε να κόψει το τραγούδι στον αέρα. Ισχύει; «Ισχύει. Ο δίσκος δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει γιατί ήταν κομμένος από τη λογοκρισία. Αλλά το Τρίτο Πρόγραμμα το έπαιζε, 15 λεπτά τραγούδι. Αναψαν τα τηλέφωνα από την Προεδρία. “Τι παίζετε εκεί, βρε χαμένοι, αφού είναι κομμένο;”. Ετρεξαν οι παραγωγοί και ο Δαβαράκης, έντρομοι στο γραφείο του Χατζιδάκι. “Το και το, Μάνο, τι κάνουμε;”. “Να το παίξετε και αύριο και αν σας πουν τίποτα να τους πείτε ότι το ζήτησε ο ίδιος ο Χατζιδάκις γιατί δεν το ξέρει και θέλει να το ακούσει”. Το ξανάπαιξαν και τον πήρε έξαλλος πια ο ίδιος ο υπουργός. Ο Χατζιδάκις τον άκουγε σιωπηλός. “Τελείωσες;” τον ρωτά. “Ε ναι, Μάνο, τελείωσα”. “Υπουργέ, είσαι βλαξ” και του κλείνει το τηλέφωνο. Γινόταν έξαλλος όταν επενέβαιναν στις επιλογές του, θύμωνε όπως θυμώνουν οι βασιλιάδες».

Το 1989, όταν είχατε δεχθεί επιθέσεις για τον δίσκο «Το κούρεμα» και το τραγούδι «Κωλοέλληνες», και μεγάλο μέρος από το κοινό σας σάς γύριζε την πλάτη, ο Χατζιδάκις σας στήριξε λέγοντας ότι ο δίσκος είναι εξαιρετικός. Τον ευχαριστήσατε ποτέ; «Τον ευχαρίστησα. Πήρα επίσης το μέρος του δημόσια, στις επιθέσεις της “Αυριανής” εναντίον του. Και νωρίτερα, όταν στη δεύτερη θητεία του Καραμανλή ήθελαν να τον κάνουν “ξου”. Θυμάμαι ότι όταν με κάλεσε για έναν μήνα στον “Σείριο” το 1988 έσπευσα αμισθί. Μου έκανε όμως δώρο μια κιθάρα. Ηταν πολύ γενναιόδωρος».

«Χατζιδάκια μ’ Θοδωράκια μ’ εσείς τρώτε και πίνετε και μένα με τρώει η αρκούδα» γράψατε κάποτε. Στο δίπολο Χατζιδάκι -
Θεοδωράκη της δεκαετίας του 1960 εσείς ποιον προτιμούσατε; «Αυτό το σκάρωσα στο κελί, τον Αύγουστο του 1967. Οπτασιάστηκα ότι πέφτουν οι τοίχοι της φυλακής και έρχονται να με γλιτώσουν ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Ο Μάνος μετά γελούσε με αυτό, ενώ ο Μίκης μου έκανε παράπονα. “Κι εγώ πού νόμιζες ότι ήμουν; Κλειδωμένος επίσης στην Μπουμπουλίνας και έκανα απεργία πείνας. Εσένα σε έτρωγε η αρκούδα κι εμένα ο λύκος” μου είπε. Δίκιο έχει, αλλά ήμουν δαρμένος και κλαμένος και το ωραίο είναι ότι το παιδί που υπήρξα σε εκείνη τη φυλακή, δεν γύρευε βοήθεια από τον μπαμπά του, τον Θεό ή την Ντόιτσε Βέλε, αλλά από τους δασκάλους του».

Σε ποιον από τους δύο ήσασταν πιο κοντά; «Και ο Αγιος Δημήτριος και ο Αγιος Γεώργιος μεγάλη η χάρη τους. Εγώ όμως το είδα το θαύμα από τον Αγιο Δημήτριο. Τον Χατζιδάκι θέλω να πω. Ξεκαθάρισα εγκαίρως με τα μεγάλα διλήμματα της δεκαετίας του 1960. Μεταξύ Beatles και Rolling Stones διάλεξα Beatles, μεταξύ Καζαντζίδη και Μπιθικώτση, τον Μπιθικώτση και μεταξύ Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, τον δεύτερο. Τώρα, αν με ρωτάτε ως φυσική παρουσία σε ποιον ήμουν πιο κοντά, με τον Μίκη Θεοδωράκη μάλλον, αφού ήμασταν μαζί στη φυλακή, στις διαδηλώσεις, σε συναυλίες του όπου συμμετείχα, υπέρ απεργών κτλ. Ο Θεοδωράκης με τα τραγούδια του και τη δράση του ενέταξε την Αριστερά στο εθνικό αφήγημα. Αυτή είναι η μεγάλη σημασία του Μίκη Θεοδωράκη. Στα χρόνια μας αυτός την έβαλε στον εθνικό κορμό. Στη χρυσή δεκαετία του ’60, με τον Μίκη Θεοδωράκη, οι αριστεροί έπαψαν να είναι οι “άλλοι”. Ο Μίκης έφερε την Αριστερά στην κεντρική πολιτική και πολιτιστική σκηνή πολύ προτού το ΠαΣοΚ τη διορίσει στο Δημόσιο. Είναι κρίμα που η Αριστερά δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Μίκη τότε».

Υπάρχει μια φήμη ότι ως δημοσιογράφος έχετε δημοσιεύσει πλαστή συνέντευξη του Θεοδωράκη. Αληθεύει; «Δυστυχώς ναι. Δούλευα ως ρεπόρτερ στη “Δημοκρατική Αλλαγή” του Τεγόπουλου το 1964 και με είχε πεθάνει στο τρέξιμο ο παλαίμαχος Γιώργος Κορωναίος που ήταν επικεφαλής. Μέσα σε πεντακόσια άλλα, μου γύρευε και συνέντευξη από τον Θεοδωράκη και να του τα πάω όλα “χθες”. Μου βγήκε η γλώσσα, δεν τα προλάβαινα, ήταν και αυστηρός ο Γιώργος και προκειμένου να είμαι συνεπής έκατσα και έγραψα τη συνέντευξη μόνος μου. Και την έδωσα στον Κορωναίο. Ετσι κι αλλιώς τον είχα μάθει απέξω τον Μίκη, όλο τα ίδια και τα ίδια έλεγε. Σπάει όμως ο διάολος το ποδάρι του και εμφανίζεται στα γραφεία, εκεί στην Ομήρου, πανύψηλος ο Μίκης. Τρέχω πλάι του αλλά με προλαβαίνει ο Κορωναίος. “Ευχαριστούμε, Μίκη, για τη συνέντευξη που έδωσες στο παιδί”. Σφίγγω εγώ συνθηματικά και όλος αγωνία τον αγκώνα του Θεοδωράκη, ευτυχώς μπήκε αμέσως στο νόημα. “Ναι, ναι...” λέει στον Κορωναίο και μετά διακριτικά σε μένα: “Φέρ’ τη μου να ρίξω μια ματιά”. Τέλος καλό, όλα καλά. Δημοσιεύτηκε».

* H μουσική παράσταση «Μάνος Χατζιδάκις... Τώρα» του Διονύση Σαββόπουλου
θα παρουσιαστεί αύριο, 24 Σεπτεμβρίου,
στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη και τη Δευτέρα 1 Οκτωβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στην Αθήνα. Πληροφορίες:
τηλ. 210 7234 567, www.ticketservices.gr

Αργύρης Παπαστάθης











και λιγο φαρμάκι ανυπόγραφο από την ίδια φυλλάδα.......!!!

http://www.tovima.gr/vimagazino/lastpage/article/?aid=458847

Τα δύο πρόσωπα του Διονύση Σαββόπουλου
Ο Διονύσης Σαββόπουλος σάρωσε το ελληνικό τραγούδι ως άνεμος αμφισβήτησης. Αλλά τα τελευταία χρόνια οι συντηρητικές θέσεις του τον έφεραν αντιμέτωπο με παλιούς φίλους του και με τον ίδιο του τον εαυτό
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  22/05/2012 14:39




Ο δημιουργός

«Ξαφνικά, τα παράτησα όλα, έκανα οτοστόπ και έφυγα για την Αθήνα. Για να φτιάξω τη ζωή μου, είπα, πρέπει να τη χαλάσω». Η πορεία ήταν ξέφρενη: ο 19χρονος φοιτητής της Νομικής εγκαταλείπει τη Θεσσαλονίκη το 1963. Ο μύθος τον θέλει να φθάνει με ένα φορτηγό στην πρωτεύουσα. «Φορτηγό» θα ονομάσει και τον πρώτο δίσκο του. Ανάμεσα στους δύο ογκόλιθους της εποχής, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, θα μπορέσει να βρει μια μικρή τρυπούλα, να ορθώσει το μπόι του, να τραγουδήσει τη «Συννεφούλα», να κραυγάσει «Βιετνάμ γιε-γιε» και να αφήσει το δικό του μουσικό αποτύπωμα.

«Το ελληνικό τραγούδι τελείωσε με τον Βαμβακάρη και ξανάρχισε με τον Σαββόπουλο» δήλωσε ο Τζίμης Πανούσης. Φράση εξωπραγματική και όμως δείχνει την επιρροή του σε νεότερους δημιουργούς. Ο Σαββόπουλος είδε στο δημοτικό τραγούδι την αμφισβήτηση, στα Βαλκάνια τη ροκ μυθολογία, ανέπνευσε ως Μπομπ Ντίλαν και εξέπνευσε ως Διονύσης Σαββόπουλος αριστουργήματα, με αυτή τη βραχνή, την ασθμαίνουσα, την πολλές φόρες επίτηδες φάλτσα φωνή.

H άνοδος θα είναι ραγδαία. Ο Σαββόπουλος από αιρετικός θα γίνει αρεστός, θα διαβεί την είσοδο του Μεγάρου Μουσικής και του Ηρωδείου. Θα φανεί γενναιόδωρος με τους συναδέλφους του. Θα πάρει από το χέρι τον Ρασούλη και τον Ξυδάκη, αναλαμβάνοντας την παραγωγή του εμβληματικού δίσκου «Η εκδίκηση της γυφτιάς».

Δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Θα δηλώσει ότι ο Γιάννης Μαρκόπουλος, εκείνο τον πρώτο καιρό της καθόδου του στην Αθήνα, τον έδιωξε από το σπίτι του «όχι τόσο επειδή ήμουν φορτικός, αλλά επειδή νόμιζε ότι ήμουν πιο έξυπνος και πιο μορφωμένος από αυτόν», θα αμφισβητήσει τις μουσικές του Θεοδωράκη πάνω στον Αναγνωστάκη λέγοντας: «Δεν έχω ακούσει πιο φλύαρο πράγμα» θα ψέξει τον Χατζιδάκι, κάνοντας, βέβαια, χιούμορ, γιατί «ακούς εκεί, τέτοιος μουσικός κληρονόμος των καλύτερων παραδόσεων να γίνει δημόσιος υπάλληλος». Αργότερα θα παρουσιάσει την εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».

Ο Νιόνιος σήμερα λείπει από τη μουσική. Τεμπέλιασε, μεγάλωσε, στέρεψε θα πουν οι κυνικοί. Ισως «δεν έχει ήχο, δεν έχει υλικό», όπως λέει στη «Μαύρη θάλασσα». Κρίμα, η εποχή βρίθει υλικού.

Ο μικροαστός

Χειμώνας του 1989: οι θαμώνες του «Ζουμ» στην Πλάκα στριφογυρίζουν νευρικά στις καρέκλες τους. Σφίγγουν το ποτήρι και μερικοί ευχαρίστως θα του το πετούσαν. Νιώθουν ότι ο Σαββόπουλος τους κοροϊδεύει. Κουρεμένος και φρεσκοξυρισμένος επάνω στη σκηνή, με μια άκρως συμβολική μετάλλαξη της τριχοφυΐας του, τραγουδάει για τον γιο του που πάει στον στρατό ενώ εκείνος δεν είχε υπηρετήσει, αφού είχε πάρει «τρελόχαρτο»: «Καλός πολίτης, γιε μου, καλό σου στόλισμα να σβήσει απ’ τ’ όνομά μας εκείνο το διαόλισμα».

Ο άγριος Διονύσης του Ροντέο και του Κυττάρου, ως άλλος Ζουράρις, θα εφεύρει τον ελληνορθόδοξο εαυτό του, θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Μητσοτάκη με το τραγούδι «Το μητσοτάκ» και θα μετανιώσει που δεν πήγε στρατό στον πιο μελοδραματικό τόνο.

Και επειδή το βαρέλι δεν έχει πάτο, το 1991, έπειτα από μια συμφωνία με τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, θα περιοδεύσει στα ακριτικά στρατόπεδα για να δώσει συναυλίες μπροστά σε φαντάρους.





Ο Σαββόπουλος για πολλούς έφτυσε τον εαυτό του, ξεκίνησε τις βραδινές εμφανίσεις με αμφιλεγόμενες συνεργασίες, όπως αυτή με τον Γιώργο Μαργαρίτη, και έγινε ένας αστός με Φιλιππινέζα που προτείνει να μεταφερθούν οι παράνομοι μετανάστες από το κέντρο της Αθήνας σε εγκαταλελειμμένα χωριά και νησιά για να καλλιεργήσουν τη γη με τη βοήθεια του ΟΗΕ. Ισως η φράση του Ευγένιου Αρανίτση: «Παλιά, ντρεπόμασταν που δεν μοιάζαμε με τον Σαββόπουλο, σήμερα ντρεπόμαστε που μας μοιάζει» συνοψίζει το φαινόμενο του Νιόνιου.

Στο εορταστικό πρόγραμμα για τον ερχομό του 1988, στο σκετς με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, θα δηλώσει: «Εγώ, όμως, για να μείνω ο ίδιος, πρέπει να αλλάζω συνεχώς». Κάποιοι εκεί θα διακρίνουν τη δικαιολογία του, αν και ο ίδιος δεν φαίνεται να νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί.

Δεν νιώθει την ανάγκη να δικαιολογηθεί ούτε όταν, για τη γιορτή των 40 χρόνων του στη μουσική, κάλεσε στο Ηρώδειο την Καλομοίρα, η οποία πετάχτηκε από μια τούρτα. Το μόνο που είπε ήταν: «Ποιος θέλατε να βγει από την τούρτα; Ο Μίκης;».
 

Αδέκαστος






ΨΥΧΑΡΗΣ MEDIA GROUP

Τρία δημοσιεύματα για τον νέο αυτοκράτωρα  των media που κίνησε απ΄το χωριό του κι έγινε από κλητήρας βασιλιάς




 «ΨΥΧΑΡΗΣ MEDIA GROUP» 
Η ΝΕΑ ΤΑΜΠΕΛΑ ΤΟΥ ΔΟΛ! 

Από το  Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη στην Psycharis Media Company. Ο Σταύρος Ψυχάρης, παίρνει όλο το ΔΟΛ και μαζί και το όνομα του το οποίο και αλλάζει βάζοντας στην ταμπέλα το δικό του, σε ένα δημοσιογραφικό συγκρότημα που ξεκίνησε το 1922, από το Δημήτρη Λαμπράκη όταν και κυκλοφόρησε το «Ελεύθερον Βήμα». Ο Σταύρος Ψυχάρης ετοιμάζεται για την επόμενη κίνηση που θα τον φέρει πιο κοντά στο στόχο του, τη μετατροπή του ΔΟΛ στη Psycharis Media Company. Η απόκτηση των μετοχών από το χρηματιστήριο με δημόσια προσφορά ολοκληρώνεται και στη συνέχεια θα ακολουθήσει η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 7,5 εκατ. ευρώ και η έξοδος του από το χρηματιστήριο. Το επόμενο βήμα θα είναι η σύναψη της συμφωνίας με τους δύο επενδυτές, παράλληλα όμως με την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων.  Τομείς όπως η ενέργεια, το στοίχημα και το πετρέλαιο θα παίξουν  καθοριστικό ρόλο το επόμενο διάστημα , σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις,.
 

 ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΚΥΡΙΑΚΗ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012 ΣΤΙΣ 22:59, www.apospasma.gr






Σταύρος Ψυχάρης:ο κουμπάρος του χουντικού,του Αντρέα και του Κόκκαλη

 


 

 
Από αριστερά: Απ. Βογιατζής (υπ. Εργασίας της Χούντας), Στ. Ψυχάρης, θεοφ. Παπακωνσταντίνου (υπ. Προεδρίας και Παιδείας της Χούντας), Β. Σταματόπουλος (υπ. Τύπου) και άλλοι κοσμικοί της εποχής.


Αν κάτι απέδειξε η κόντρα του Γιώργου Παπανδρέου με τον Ψυχάρη, είναι πως η πολιτική ακόμη και σήμερα νοείται ως η διαδρομή από τις πίσω πόρτες του Μαξίμου ως τα μανταλάκια των περιπτέρων. Διαπλοκή, εκβιασμοί, κρυφές ατζέντες, υποκρισία. Θα φανεί, άλλωστε, τις επόμενες μέρες που θα διασταυρωθούν τα ξίφη στο όνομα της αλήθειας. Ποιος είναι όμως ο Σταύρος Ψυχάρης; Κουμπάρος του υπουργού προπαγάνδας της Χούντας, μετά του Αντρέα Παπανδρέου και στο τέλος του Κόκκαλη; Ως τώρα δεν τον άγγιξε κανένας ποτέ. Ποιος να τοποθετηθεί απέναντι στο πανίσχυρο συγκρότημα που ήταν ασπίδα και όπλο; Μόνο το περιοδικό ΑΝΤΙ του Χρήστου Παπουτσάκη αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Σήμερα δημοσιεύουμε μια παλιά έρευνα της Ευγενίας Λουπάκη. Ένα αποκαλυπτικό κείμενο που βιογραφεί τον ισχυρό άντρα του ΔΟΛ. Απολαύστε το:
*ΘΕΟΣ ΦΥΛΑΞΟΙ!!!


Της Ευγενίας Λουπάκη
Ιστορίες σαν του Σταύρου Ψυχάρη είχε μπόλικες το ελληνικό σινεμά της δεκαετίας του ,60. Το παιδί του λαού, που ανεβαίνει πολύ ψηλά στης κοινωνίας τα σκαλιά, γίνεται πάμπλουτο και πανίσχυρο και ποιος ξέρει τι άλλο… Οι ήρωες των ταινιών εκείνων, βέβαια, δεν έπαιζαν γκολφ, ούτε το αγαπημένο τους φαγητό ήταν μακαρόνια με χαβιάρι, ούτε έχριζαν σήμερα μελλοντικό πρωθυπουργό τον ένα και μεθαύριο τον αντίπαλό του. αλλά πάντα η ζωή δεν ξεπερνάει τον κινηματογράφο; Στις ταινίες, το φτωχόπαιδο έμενε κατά βάθος «ψυχούλα» για τον Στ. Ψυχάρη όμως το σενάριο λέει άλλα και, κυρίως, το τέλος δεν γράφτηκε ακόμα…
«Εφτασα εδώ που έφτασα κι όπου θα φτάσω μόνο με τη σκληρή δουλειά» υποστηρίζει ο ίδιος (περιοδικό FLASH, Ιούλιος 1993). Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να μας εξηγούσε με τι είδους «σκληρή δουλειά» έφτασε στο Αγιο Ορος, ωστόσο παρά τον ορυμαγδό των αντιδράσεων, ο κ. Ψυχάρης και το ΒΗΜΑ σιωπούν. Ας προσπαθήσουμε μόνοι μας, λοιπόν, χρησιμοποιώντας ψηφίδες πληροφοριών που συλλέξαμε, δημοσιεύματα που τον αφορούν και παλιότερες συνεντεύξεις του.
Αν ο άνθρωπος είναι το σύνολο απ” τις εμπειρίες του, είναι αναμφίβολα και το σύνολο των επιλογών του. 0 κ. Σταύρος Ψυχάρης είναι ένα πολυσυζητημένο, πλην όμως άγνωστο στο ευρύ κοινό, πρόσωπο.
Είναι ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, «επιχειρηματίας περισσότερο παρά δημοσιογράφος», σύμφωνα με τον Γ. Βότση, και κατοικεί σ” ένα πολυτελές διαμέρισμα της οδού Αναγνωστοπούλου, όπου παλιά έμενε η Μελίνα Μερκούρη.



  Ο Ψυχάρης με τον κουμπάρο του Βύρωνα Σταματόπουλο, υπουργό Τύπου της χούντας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Πατέρας κομμουνιστής με αγώνες, φυλακές κι εξο ρίες, πρώτος ξάδελφος του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Κώστα Λουλέ. 0 ίδιος ο Στ. Ψυχάρης προδικτατορικά ήταν γραμμένος στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο και τη δημοσιογραφική του καρριέρα την άρχισε το 1965 στην αριστερή εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή». Πολύ σύντομα ανέκρουσε πρύμνα, πράγμα που ποτέ δεν του συγχώ ρησε, όπως λέγεται, ο πατέρας του. Τώρα, έχει πλέον και φιλοσοφική άποιμη για το σοσιαλιστικό πείραμα και την άδοξη κατάληξή του: «Σίγουρα δεν ήμουν κομμουνιστής, ήμουν πρόθυμος να δίνω μάχες υπέρ των ιδεών μου, οι οποίες ήταν αντίθετες μ” αυτές των κομμουνιστών(….)70 χρόνια στο ιστορικό γίγνεσθαι είναι ελάχιστος χρόνος. Αυτή η παρένθεση στην ιστορία των ανθρώπων αργότερα θα περιγράφεται σε υποσημειώσεις της Ιστορίας», δηλώνει στο περιοδικό Flash, τον Ιούλιο του 1993. Ενα χρόνο μετά, δηλώνει «πράσινος» όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και στην πολιτική και τονίζει: «Θα μπορούσα να διευθύνω μια εφημερίδα, όπως αυτή στην οποία ανήκω και να είμαι κάτι άλλο πολιτικά;» («Τύπος της Κυριακής», Νοέμβριος 1994).
Η δικτατορία βρίσκει τον κ. Ψυχάρη κοινοβουλευτικό συντάκτη στο «ΕΘΝΟΣ» και το 1968 μετακομίζει στο «ΒΗΜΑ». Είναι βέβαια απορίας άξιον τί είδους κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ υπήρχε την περίοδο της Χούντας, με το κοινοβούλιο στο γύψο, αλλά ας το προσπεράσουμε. Ο κ. Ψυχάρης έχει κατηγορηθεί για στενές σχέσεις με το καθεστώς των συνταγματαρχών (περιοδικό ΑΝΤΙ, Νοέμβριος 1995). Το σίγουρο είναι ότι είναι κουμπάρος του χουντικού υπουργού Τύπου, Βύρωνα Σταματόπουλου, ο οποίος βάφτισε τον μεγαλύτερο από τους δύο γιούς που ο κ. Ψυχάρης απέκτησε από τον πρώτο του γάμο, τον Παναγιώτη. Το δεύτερο γιο του, τον βάφτισε ο Ανδρέας Παπανδρέου άλλες εποχές, άλλοι κουμπάροι- και τον ονόμασε Ανδρέα. Το τρίτο παιδί του κ. Ψυχάρη -από το δεύτερο γάμο του, με τη δημοσιογράφο Χριστίνα Τσούτσουρα- είναι κοριτσάκι κι έχει κι αυτό «διάσημους» νονούς: τον κ. Χρήστο Λαμπράκη και τον κ. Σωκράτη Κόκκαλη.Είναι γνωστή εξάλλου η επιχειρηματική σχέση του συγκροτήματος Λαμπράκη με τον κ. Κόκκαλη, σχέση για την οποία πολλά λέγονται αλλά δεν γράφονται, προφανώς επειδή στοιχεία είναι αδύνατον να βρεθούν. Ο κ. Ψυχάρης πάντως, υποβαθμίζει το θέμα υποστηρίζοντας (περιοδικό MEDIA VIEW, Σεπτέμβριος 1993): «Οι ίδιοι ανόητοι που λένε τις βαρύγδουπες ανοησίες περί συμφερόντων κλπ, ενδεχομένως εννοούν την εντελώς ασήμαντη συμμετοχή τουΔ.Ο.Λ. στην εταιρεία ΠΑΝΑΦΟΝ».

Ας επανέλθουμε στη σταδιοδρομία του κ. Ψυχάρη. Το 1973, είναι μεταξύ των δημοσιογράφων που συνοδεύουν το Μακαρέζο στο περιβόητο ταξίδι του στην Κίνα. Αμέσως μετά την πτώση της Χούντας, το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΑΝΤΙ τον περιλαμβάνει σε κατάλογο δημοσιογράφων που συνεργάσθηκαν με τους συνταγματάρχες. Ε, καί; Το 1974 επιχειρεί να πολιτευθεί με την Ενωση Κέντρουαλλά το πράγμα μένει στις προθέσεις.




 

Εξακολουθεί να είναι πολιτικός συντάκτης του ΒΗΜΑΤΟΣ, όπου από την πρώτη στιγμή, όπως θυμούνται παλιοί συνάδελφοί του, γίνεται «δεξί χέρι» του Χρήστου Λαμπράκη και μάλιστα είναι ο μόνος που, όπως λένε, έμπαινε στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Η όλη συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από τους συναδέλφους του της εποχής εκείνης ως «επιεικώς αντισυναδελφική». Θυμίζουν δε, ότι πρωτοστάτησε στα διαβήματα του τότε «τραστ» των πολιτικών συντακτών, όσων δηλαδή ήταν πολιτικοί συντάκτες και στη διάρκεια της δικτατορίας, προς τον πρώτο κυβερνητικό εκπρόσωπο ,τον Τάκη Λαμπρία, με στόχο ν” αποκλειστούν από το μπρήφινγκ ο ισυντάκτες εφημερίδων που άρχισαν να επανεκδίδονται. Θυμούνται, μάλιστα, πως ο κ. Λαμπρίας αναγκαζόταν να κάνει χωριστή ενημέρωση στον αείμνηστο Λούη Δάνο, πολιτικό συντάκτη τότε της «Αθηναϊκής» ,επειδή το» τραστ» δεν τον δεχόταν στην ίδια αίθουσα.
Μετά από μια δεκαετία στο ΒΗΜΑ, γίνεται διευθυντής του, αφού ο Λέων Καραπαναγιώτης αναλαμβάνει τα ΝΕΑ, λόγω υπουργοποίησης του Γιάννη Καψή. Να σημειώσουμε κάτι που όχι τυχαία δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ, ούτε φυσικά από τον ίδιο τον κ. Ψυχάρη: ότι ανέλαβε το ΒΗΜΑ καθημερινή εφημερίδα και την έκλεισε, ενώ από τότε μια απόπειρά του να το ξανακάνει καθημερινό απέτυχε παταγωδώς και μια άλλη, πολύ πρόσφατη αυτή, έμεινε σχέδιο επί χάρτου .
Οι αποτυχίες δεν πτοούν καθόλου τον κ. Ψυχάρη. και γιατί άλλωστε; Ποτέ δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στην ανέλιξή του. Η αυτοπεποίθησή του – έπαρση για πολλούς- δε μειώνεται ούτε από το φιάσκο που συνόδευσε το τηλεοπτικό του ντεμπούτο, όταν η εκπομπή «Το ΒΗΜΑ του ΑΝΤΕΝΝΑ», που ανέλαβε, πάτωσε κυριολεκτικά στις μετρήσεις και σταμάτησε πριν καλά καλά αρχίσει. Κι ήταν τόσο σίγουρος πως θα σαρώσει! «Θα πετυχαίνατε αν δουλεύατε στηντηλεόραση;» Απάντηση: «Αμφιβάλλετε; Δεν έχω καμμιά αμφιβολία ότι θα μπορούσα να κάνω και τηλεόραση. Θα με πούνε εγωϊστή άμα το διαβάσουν, αλλά εν πάση περιπτώσει, είμαι και εγωϊστής» (περιοδικό FLASH).
Ούτε και οι κλειστές στροφές τρομάζουν τον Σταύρο Ψυχάρη. “Πολλές εφημερίδες κάνουν στροφή και αλλάζουν πολιτική ενδυμασία, τη μια είναι έτσι και την άλλη αλλιώς. Η θέση του ΒΗΜΑΤΟΣ πολιτικά είναι δεδομένη(….)Αλλες εφημερίδες μπορεί να είναι πότε από δω και πότε από κει. Γι’ αυτό και χάνουν αναγνώστες. Το ΒΗΜΑ όμως και τα ΝΕΑ, δεν χάνουν αναγνώστες, γιατί είναι μόνιμα και σταθερά προσηλωμένα στα πιστεύω τους” , δηλώνει στην ίδια συνέντευξη ο άνθρωπος που τον Ιούλιο του 1995 αγιογράφησε δια χειρός Θανάση Λάλα την τότε κυρία πρωθυπουργού Δήμητρα Λιάνη. Για να την αποκαθηλώσει πρόσφατα δια χειρός “Σίβυλλας” βάζοντας τη σφραγίδα της εγκυρότητας του ΒΗΜΑΤΟΣ στα ροζ σενάρια γύρω απ” την εθνική μας χήρα και το χήρο της εθνικής μας σταρ.
Ο ίδιος που έχρισε πριν από ένα περίπου χρόνο, μέσω της εφημερίδας του, “διάδοχο του Α. Παπανδρέου” τον Μιλτιάδη “Εβερτ, τον οποίο και καλωσόρισε ως “μελλοντικό πρωθυπουργό” στην τηλεοπτική εκπομπή που προαναφέραμε. Αυτή η ενέργεια φυσικά δεν οφειλόταν στην ιδιαίτερη συμπάθεια που ο κ. Ψυχάρης τρέφει, όπως δηλώνει, στον κ. Εβερτ (Τύπος της Κυριακής, Νοέμβρης 1994) και άλλωστε η συμπάθεια αυτή δεν τον εμπόδισε καθόλου να υποστηρίξει εν συνεχεία με τα μπούνια τον κ. Σημίτη, κάνοντας στροφή 180 μοιρών και χωρίς ν” ανοίξει ρουθούνι ως προς την “εγκυρότητα” της εφημερίδας του. Πρόσφατα, όταν, σε τηλεοπτική εκπομπή που ήταν προσκεκλημένος, του θύμισαν αυτή του τη στροφή , ο Σταύρος Ψυχάρης θύμωσε πολύ και με απότομο ύφος προσπέρασε το θέμα.
Ποιος από μας, εξάλλου, θέλει να του θυμίζουν τις αμαρτίες του; Το πολύ πολύ να τις εξομολογηθούμε στον “πνευματικό” μας. 0 Σταύρος Ψυχάρης, όμως, δηλώνει πως δεν έχει εξομολογηθεί ποτέ. Με τέτια διαδρομή και τέτιο τεκμήριο ευλάβειας, πώς να μην επιλεγεί ως ο πλέον κατάλληλος για να διοικεί το Αγιο “Ορος;

*Το ρεπορτάζ αυτό της Ευγενίας Λουπάκη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1996, στο περιοδικό ΜΕΤΡΟ.
http://allegro-ma.blogspot.com





Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου 2012


Και ο Ψυχάρης ξεσκόνιζε τη Χούντα των Απριλιανών!!!
Γράφει ο Νίκος Λαγκαδινός



Δεν μ' αρέσει να παρελθοντολογώ, αλλά βλέπετε ότι δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε... Γι' αυτό όσοι θέλετε να έχετε μνήμη, που είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, διαβάστε τα ονόματα κάποιων δημοσιογράφων, οι οποίοι τον Ιανουάριο του 1968 θέλησαν να εκφράσουν "τας ευγνωμόνους ευχαριστίας τους προς την Εθνικήν Κυβέρνησιν", για λογαριασμό "του συνόλου του δημοσιογραφικού κόσμου", λες και τους είχε εξουσιοδοτήσει ο δημοσιογραφικός κόσμος!!! 
Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας της 21ης Απριλίου και οι φυλακές και τα ξερονήσια ήσαν φορτωμένα με αγωνιστές 
(μεταξύ αυτών και δημοσιογράφους). 
Το ευχαριστήριο κείμενο:

"Πιστεύομεν ότι απηχούμεν τα αισθήματα του συνόλου του δημοσιογραφικού κόσμου της χώραςεκφράζοντας τας ευγνωμόνους ευχαριστίας μας προς την Εθνικήν Κυβέρνησιν και ιδιαιτέρως προς τον Πρωθυπουργόν κ. Γεώργιον Παπαδόπουλον, τον υφυπουργόν Προεδρίας Κυβερνήσεως κ. Μ. Σιδεράτον και τον Γενικόν Διευθυντήν Τύπου Συνταγματάρχην κ. Κωνστ. Καρύδαν, δια την εμπράκτως εκδηλωθείσαν αμέριστον συμπαράστασίν των και ουσιαστικήν μέριμναν δια την ικανοποίησιν ζωτικών ζητημάτων του κλάδου..."
Ακολουθούν οι υπογραφές των δημοσιογράφων
Όσοι είμαστε δημοσιογράφοι, τους γνωρίζουμε ή τους γνωρίσαμε. 
Θα δείτε ονόματα ζώντων και τεθνεώτων.
 Μεταξύ αυτών φιγουράρει και το όνομα του σημερινού αφέντη του συγκροτήματος Λαμπράκη, του Σταύρου Ψυχάρη
Αλλά ο Ψυχάρης ήταν και μεταξύ εκείνων που υπέγραψαν το συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Παπαδόπουλο για τη διάσωσή του από την απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη. 
Θέλω να πω ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος δεν υπέγραψε μια φορά, που μπορεί να ήταν και από... σπόντα ή λάθος, αλλά και δεύτερη, και φυσικά είχε και φιλικότατες σχέσεις με κάποιους από τους πραξικοπηματίες. Αλλά, η ζωή είναι ένα φουσκωμένο ποτάμι που παρσέρνει τα πάντα στοδιάβα του.
 Πέρασαν τα χρόνια, πέρασαν κι όσα μας στεναχωρούσαν. 
Βέβαια, ο λαός λέει και το άλλο. 
Μακρύναν οι ποδιές και σκεπαστήκαν οι πομπές. 
Μπορεί όμως να προχωρήσει κανείς χωρίς μνήμη; 
Οχι, βέβαια. 
Αυτός, λοιπόν ο άνθρωπος έγραφε χθες στην εφημερίδα του, "Το Βήμα", ένα άρθρο υπερασπιζόμενος το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, "όπου δεκάδες λαλούν και περισσότεροι χορεύουν"! Αλλά επειδή είναι δημοκράτης καταλήγει στο άρθρο του, λέγοντας ότι "η δημοκρατική παράταξη θα βρει τον δρόμο της"!!! 
Έμεινε τίποτε ξεκάρφωτο;;;

Το σχετικό υλικό το άντλησα από το περιοδικό ΑΝΤΙ (περίοδος Β΄τεύχος 1, Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 1974)

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΚΛΑΒΑΣ ένας άσσος της ενορχήστρωσης



Σχετικά με τον Κώστα Κλάβα, μουσικό για τον οποίο γνωρίζαμε ελάχιστα πέρα από το έργο του, βρήκα 2 ενδιαφέροντα δημοσιεύματα από όπου δανείστικα και τον τίτλο

το ένα στο ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟ

και το άλλο στο TAR



Από έναν άλλο δρόμο...

Μία συζήτηση με τον Κωνσταντίνο Λυγνό & το Χρήστο Μητσάκη

Με τον Κώστα Κλάβα αισθάνεσαι άνετα και φιλικά από την πρώτη στιγμή. Αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα του μπορεί να είναι και ο λόγος που κινήθηκε με τόση άνεση σε χώρους τόσο ετερόκλητους μεταξύ τους: Από τα τραγούδια του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την κινηματογραφική μουσική για τις ταινίες των αρχών του ’60 και τα νυκτερινά κέντρα,  ως τη διδασκαλία, τη συγγραφή βιβλίων και τη σύνθεση έργων.
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα παραπάνω, είναι ότι αντιμετώπισε την κάθε διαφορετική δουλειά με ανάλογη σοβαρότητα και επαγγελματική επάρκεια. Δείγματα αυτής της στάσης αποτελούν -εκτός από το έργο - οι αρκετοί και δραστήριοι συνάδελφοι της επόμενης γενιάς που υπήρξαν μαθητές του, καθώς και το εξαιρετικό και πληρέστατο βιβλίο Αρμονίας που πρόσφατα κυκλοφόρησε.

Κ. Λ.

Χ. Μ. Από τις πολλές και διαφορετικές μουσικές δραστηριότητές να ξεκινήσουμε από τη δουλειά για το σινεμά;

Κ. Κ. Η απασχόλησή μου με το σινεμά είναι ένα πολύ μικρό μέρος ανάμεσα σε όλα τα άλλα. (από τα τραγούδια, τη διδασκαλία, μέχρι και τα κέντρα διασκέδασης). Ξεκίνησα σχεδόν αυθόρμητα, χωρίς κανόνες και χωρίς σπουδές ειδικές για τον κινηματογράφο. 

Χ. Μ. Εκείνη την εποχή κανένας δεν είχε ειδικές σπουδές. Άλλωστε, αρχικά δεν έγραφαν ούτε καν τα ονόματα των συνθετών. Τότε περίπου ήταν που άρχισαν να τα γράφουν...

Κ. Κ. Για μένα ήταν μία έμφυτη προδιάθεση. Τελικά, δουλεύοντας για μία δεκαετία, απέκτησα σιγά-σιγά κάποια εμπειρία...

Χ. Μ. Όμως, πρώτα δεν ξεκίνησε το ελαφρό τραγούδι και μετά ήρθε ο κινηματογράφος;

 "Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης" (: Από τα αριστερά, Άλκης Στέας, Ζακ Ιακωβίδης, Τάκης Αθηναίος, 
Κλειώ Λινάρδου, Αλέκος Γεωργιάδης, Γιώργος Θεοδοσιάδης & ο Κώστας Κλάβας.)


 Κ. Κ. Ήταν σχεδόν συγχρόνως. Το ’59 έγραψα το πρώτο μου τραγούδι, το «Ένα γράμμα», σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη, για το φεστιβάλ του τότε Ε.Ι.Ρ., το οποίο πήρε έπαινο. Μάλιστα, ήταν εκεί ο Κώστας Γιαννίδης - ο γνωστός Γιάννης Κωνσταντινίδης - και ο Άκης Σμυρναίος, που θεώρησαν ότι ήμουνα σε θέση να κάνω την ενορχήστρωση του τραγουδιού μου. Όπως ίσως ξέρετε, οι ενορχηστρώσεις συχνά γίνονταν από άλλους.
Το ‘63 ήταν που πήρα πρώτο βραβείο στη Θεσσαλονίκη και ένα χρόνο πριν, το ’62, άρχισε ο κινηματογράφος. Ξέρεις ποια ήτανε η πρώτη ταινία μου;  «Αγάπη γραμμένη με αίμα», που γυρίστηκε στο φαράγγι της Σαμαριάς, κάτι που με ενέπνευσε πολύ. Είναι η μόνη μου κινηματογραφική δουλειά από την οποία έχω κάνει και σουΐτα. Από τις περισσότερες άλλες δεν έχω καν κρατήσει το υλικό.

Χ. Μ. Πώς ακριβώς μπήκες στο χώρο του σινεμά;

Κ. Κ.  Μάλλον μέσω των τραγουδιών, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήρθε ο Ντίμης Δαδήρας, που ήταν ο σκηνοθέτης, και μου ζήτησε να γράψω τη μουσική. Δουλεύαμε στην ορχήστρα της ραδιοφωνίας, θα είχαν ακούσει και τα τραγούδια, που τότε όλα ήταν γνωστά... Μπορεί και να ήμουνα τυχερός. Ποιος ξέρει; Η αλήθεια είναι πως μου ήρθε κάπως ξαφνικά.

Χ. Μ. Έκτοτε υπήρχε κανένα πρότυπο; Ο [Κώστας] Καπνίσης για παράδειγμα μας έχει πει ότι είχε πάντα ως πρότυπο τους Αμερικάνους.

Κ. Κ. Όχι, γιατί δεν έβλεπα κινηματογράφο. Δεν με ενδιαφέρει. Έχω να πάω κινηματογράφο τριάντα ή σαράντα χρόνια.

Χ. Μ. Δηλαδή οι κανόνες και οι λύσεις έβγαιναν μέσα από τη δουλειά;

Κ. Κ.  Και με τί συνθήκες ! Μέσα σε δέκα μέρες. Μας φωνάζανε τελευταία στιγμή και βλέπαμε τις εικόνες στη μουβιόλα  «Σε δέκα μέρες πρεμιέρα στον τάδε κινηματογράφο». Υπάρχουν περιπτώσεις που έφτιαξα μία μουσική για δύο ταινίες και ο σκηνοθέτης την χρησιμοποίησε σε άλλες τρεις ή τέσσερις. Μου έλεγε «Φτιάξε τίτλους», ή οτιδήποτε άλλο, και μετά τα χρησιμοποιούσε, χωρίς να με φωνάξει για να δούμε τί θα βάλουμε και πού..
Στο βιβλίο του ο Κώστας Μυλωνάς γράφει ότι υπάρχουν πολύ καλές μουσικές αλλά και μερικές απαράδεκτες. Φυσικά και είναι απαράδεκτες, αφού είναι άλλα αντ’ άλλων!  Κάποια στιγμή τού το είπα και μου απάντησε ότι αν το ήξερε θα είχε γράψει ότι αυτό γινότανε.
Θα σας πω άλλη μία ιστορία: Ηχογραφούσαμε την μουσική για το «Αυτό το κάτι άλλο». Το στούντιο είχε ένα σχήμα σαν «Γ». Επειδή οι μουσικοί ήτανε πάρα πολλοί ανοίξαμε τις ενδιάμεσες πόρτες και χρησιμοποιούσαμε όλο το χώρο. Παίζοντας μετά την ηχογράφηση ξαφνικά ακούμε ομιλίες από το λογιστήριο που ήταν δίπλα ! Όμως μας είπε να το αφήσουμε γιατί δεν θα ακουστεί! Καταλαβαίνεις; Δεν ήθελε να πληρώσει ξανά την ηχογράφηση.


Χ. Μ. Αλήθεια, αυτές τις τεράστιες ορχήστρες ποιος τις πλήρωνε;

Κ. Κ. Κουτσοπληρώνανε με χίλια ζόρια. Με τους μουσικούς είχα συνεχώς προβλήματα: «Παιδιά, ελάτε. Γράφουμε». «Και πότε θα πληρωθούμε;». «Απόψε», τους έλεγα. Και βέβαια δεν πληρωνόντουσαν... Τελικά μου κόλλησαν το παρατσούκλι «ο Απόψε».
Όμως με όλα αυτά αποκτούσα εμπειρία και ταχύτητα. Όταν εξελίχθηκα και έφτασα σε ένα σημείο, σταμάτησαν να με ζητάνε. Είχαν ανακαλύψει κάτι κυρίες που με το ένα δάχτυλο στα άσπρα πλήκτρα γράφανε κάτι βαλσάκια και υποτίθεται γράφανε σε στυλ Νίνο Ρότα, άλλο βέβαια που ο Νίνο Ρότα έχει γράψει και κοντσέρτα... Αυτή είναι η γνωστή ελληνική κατάντια.

Κ. Λ. Με αυτό μας απαντάς την ερώτηση γιατί τα παράτησες.

Κ. Κ. Δεν τα παράτησα. Με παράτησαν.

Χ. Μ. Νομίζω ότι εδώ μιλάμε για το γνωστό «άρπα κόλα» που ήτανε ο τρόπος παραγωγής στο παλιό ελληνικό σινεμά και που στη μουσική ήτανε ακόμα πιο έντονο. Το βλέπεις να γίνεται ακόμα και σήμερα, παρ’ όλο που γενικά η παραγωγή σε όλα τα επίπεδα έχει βελτιωθεί πολύ.

Κ. Κ. Η πρώτη ταινία που έκανα με τον Λαζαρίδη ήταν «Η οργή» που αρχικά προβλήθηκε με μουσική επιμέλεια του Νίκου Μαστοράκη. Επειδή όμως έπρεπε να πάει σε ένα φεστιβάλ και ήταν υποχρεωτικό να έχει πρωτότυπη μουσική, με φώναξαν μετά για να τη γράψω. Αν ποτέ τη δείτε, προσέξτε ότι περνάει κάπου το όνομα του Μαστοράκη και εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως. Για οικονομία δεν άλλαξαν ούτε το μοντάζ των τίτλων.

Χ. Μ.  Με ποιον από τους σκηνοθέτες που δούλεψες συνεργάστηκες καλύτερα;

Κ. Κ. Έχω τη γνώμη ότι οι σκηνοθέτες μπορεί να ξέρουν διάφορα, αλλά δεν έχουν ιδέα από μουσική.  Ο Λαζαρίδης πάντα έμπαινε πολύ στη μέση, αλλά με κανέναν δεν συνεργάστηκα εντελώς κανονικά..

Σπουδές και ξεκίνημα


Κ. Λ.  Πώς άρχισες τη μουσική;

Κ. Κ.  Δεν ξέρω αν χρειάζεται να τα λέμε όλα αυτά...  Έχασα τη μητέρα μου σε ηλικία επτά χρονών. Την χτύπησε ένα ιταλικό αυτοκίνητο το ’42. Μας μεγάλωσαν οι θείες μου και κυρίως η αδελφή τής μητέρας μου, που κατά καιρούς μας έπαιρνε και σπίτι της. Ο άντρας τής θείας μου είχε το καλοκαιρινό κέντρο «Μαϊάμι» (στην οδό Κυψέλης το καλοκαιρινό, και το άλλο στην Πανεπιστημίου), με την ορχήστρα Λεβ Κανακάκη - δεν ξέρω αν την έχετε ακουστά. Ήταν ο ίδιος δεξιοτέχνης πιανίστας και παίζανε διάφοροι παλιοί μουσικοί, πολύ καλοί. Όταν με φιλοξενούσανε το καλοκαίρι, καθόμουνα σε ένα τραπεζάκι και θαύμαζα την ορχήστρα.

Χ. Μ. Εδώ μάλλον ξεκίνησε η σχέση με τα κέντρα...

Κ. Κ. Όταν κλείνανε, παίρνανε το πιάνο στο σπίτι. Τότε, εγώ πήγαινα και όποια γνωστή μελωδία τη εποχής υπήρχε, την έπαιζα βάζοντας και συγχορδίες. Τώρα, πώς αυτό γινότανε δεν ξέρω... Κάποια από τις θείες μού λέει: «Θα πληρώσω εγώ για να πας στο Ωδείο.»
Γράφομαι στο Ωδείο και σε λίγο καιρό πάει στη θεία ο λογαριασμός. «Μα εγώ δεν σου είπα να γραφτείς. Σου είπα να ρωτήσεις!». Όμως από το δεύτερο χρόνο η δασκάλα μου, η Τότη Αλεξοπούλου, δεν μου ζήτησε άλλα λεφτά και τέλειωσα χωρίς να πληρώνω.
Άρχισα αμέσως και θεωρία με τον άντρα της, τον Χρήστο Αλεξόπουλο. Την τελείωσα σε ένα με ενάμιση χρόνο, και αμέσως Αρμονία. Ήδη στα 13 έκανα Ειδικό Αρμονίας.
Σπούδασα στο Εθνικό πρώτα, και μετά ένα διάστημα στο Ελληνικό. Την Αρμονία και όλα τα σχετικά, τα ήξερα πολύ καλά, αλλά ήθελα να πάω και πάρα πέρα και γι’ αυτό έκανα ιδιαίτερα με τον Παπαϊωάννου.

Κ. Λ.  Μοιάζει σαν πάντα να έψαχνες για κάτι πιο πέρα.

Κ. Κ.  Το πτυχίο το πήρα γιατί έπρεπε να έχω τα τυπικά προσόντα για να διευθύνω το Ωδείο. Στην επιτροπή που μου το έδωσε ήταν ο Δραγατάκης, ο Νόνης, δεν θυμάμαι τώρα πια ποιοι άλλοι. Μου ζήτησαν να γράψω μέσα σε ένα μήνα ένα «Θέμα και παραλλαγές», που τελικά βγήκε από τα καλά μου έργα. Υπέβαλα επίσης κάποια χορωδιακά κομμάτια και διάφορα άλλα. Όμως δεν πιστεύω στο δίπλωμα της σύνθεσης, όπως δεν πιστεύω σε δίπλωμα της ποίησης, ή ό,τι ανάλογο, σε όποια τέχνη.
Επίσης, πήγαινα σε όλες τις πρόβες του [Ανδρέα] Παρίδη. Από εκεί γνωριστήκαμε και κάποια στιγμή έδωσε σε εμένα και στον μακαρίτη τον Αλέξανδρο Συμεωνίδη, ως τους δύο καινούργιους, να κάνουμε την αρχική συναυλία τής σαιζόν. Διηύθυνα τη Συμφωνία σε Ντο του Στραβινσκυ, καθώς και ένα έργο του Μωρίς Μαρτενό.

Νέα ρεύματα και άλλες επιρροές

Κ. Λ. Πώς ήτανε η διδασκαλία του Παπαϊωάννου και ποιες οι εντυπώσεις από την έκθεση στα καινούργια ρεύματα;

Κ. Κ. Όταν πρωτοπήγα, μου ζήτησε να του φέρω στο πρώτο μάθημα την έκθεση μίας φούγκας, την οποία και έγραψα πολύ εύκολα. Μου έδινε διάφορες τέτοιες ασκήσεις, που τις έκανα χωρίς να καταλαβαίνω, εντελώς εγκεφαλικά, αλλά με μεγάλη ευκολία. Ήταν σαν να μάθαινα μία αριθμητική που πάντα δύο και δύο έκανε τέσσερα. Εδώ, πρέπει να πω ότι όλη αυτή η τριβή των κέντρων, των ενορχηστρώσεων, των ηχογραφήσεων και η δουλειά με καλούς μουσικούς, με βοήθησαν πολύ.
Μου έβαζε δουλειά και εγώ την έκανα χωρίς προβλήματα Η σχέση μας ήταν σα μία γνωριμία. Όμως, έτσι σιγά – σιγά με οδήγησε σε μία άκρη, όπου δια της αφαιρέσεως έφτασα κάπου αλλού. Όμως πολύ με βοήθησε και η σχέση μου με τη τζαζ, αλλά και με τη μελωδία.
Πρέπει επίσης να πω ότι πήγα γιατί ήτανε σημαντικό να μπορώ να διδάξω όλα αυτά τα νέα συστήματα, τα οποία βέβαια δεν είχα μάθει στο δίπλωμα της Σύνθεσης. Αυτό ήταν κάτι που με ωφέλησε πάρα πολύ, όχι μόνο τότε, αλλά και πολύ αργότερα όταν δίδαξα στο Πανεπιστήμιο.

Κ. Λ. Επομένως, δε ένοιωσες ότι όλα αυτά σε πήγαιναν κάπου που ήτανε σε κόντρα με τα όσα ήξερες…

Κ. Κ.  Όχι, γιατί ήξερα να διαλέξω, να ωφεληθώ και να προχωρήσω. Ως ασκήσεις έκανα πολλά παράλογα πράγματα, κόντρα στην αισθητική μου και εκείνος μου έλεγε «πολύ καλά». Όμως τον σεβόμουνα και ούτε σήμερα μπορώ να τον κατηγορήσω. Ούτε βέβαια και τότε. Η γνώση του Παπαϊωάννου ήταν πολύ μεστή. Ήταν μία άσκηση, μπορούσα να την κάνω και να πάρω καλό βαθμό.

Κ. Λ. Έχοντας τελικά γνωρίσει την μουσική από τον Αττίκ και το Χαιρόπουλο ως το Γκέρσουιν και το Στοκχάουζεν, μπορείς να πεις τί αίσθηση αφήνει το ψάξιμο σε ένα τόσο τεράστιο και ετερόκλητο φάσμα;

Κ. Κ. Η απάντηση θα ήταν να βάλω ένα έργο να το ακούσουμε. Δεν νομίζω ότι μπορώ να το περιγράψω. Είναι ένα καταστάλαγμα που προέρχεται και από την ωριμότητα. Βλέπω να δημιουργείται μέσα μου ένας μέσος όρος στον οποίο τείνουνε και οι τελείως πειραματιστές και σύγχρονοι. Σήμερα, πάνε προς τα πίσω, σε κάποια ομαλοποίηση του πράγματος.

Κ. Λ. Από πότε παρατηρείς κάτι τέτοιο, πώς και γιατί;

Κ. Κ. Από τη στενή μου σχέση με το Θόδωρο [Αντωνίου]. Ενώ κάποτε είχαμε τελεία αντίθεση στις απόψεις μας, σιγά –σιγά συμφωνούσαμε. Εννοείται, αυτός ερχότανε προς εμένα, εγώ τα ίδια έλεγα. Βέβαια πολλές φορές δεν το παραδεχότανε ανοιχτά. Όμως το δείχνει και το έργο του. Τα καινούργια πράγματα είναι πολύ πιο συγκρατημένα. Οι άνθρωποι ωριμάζουν κι αλλάζουν.

Χ. Μ. Ένα άλλο στοιχείο είναι η αγάπη για τη Βυζαντινή μουσική. Υπάρχουν τέτοια στοιχεία σε όλο το έργο σου.

Κ. Κ.  Τώρα πια αποτόλμησα και κάθε Κυριακή, εδώ που είμαστε [στην Τραχάνα Βοιωτίας], ψέλνω και στην εκκλησία. Τα είχα πάντα στο μυαλό μου.
Εκτός από την «βιοχημική» ας πούμε μεταφορά από τον παπού και τον πατέρα μου, από επτά χρονών, η γιαγιά μου και η θεία μου μας πήγαιναν κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Συχνά ήμουνα και παπαδάκι.
Από πολύ νέος ήξερα σχεδόν απ’ έξω όλους τους Χαιρετισμούς. Στο Πανεπιστήμιο πήγαινα στο ιδιαίτερο φροντιστήριο του Τωμαδάκη και είχα ασχοληθεί με τον Ακάθιστο Ύμνο. Ως φοιτητές του είχαμε πάει και στην Πάτμο. Ήταν τότε που οι πιο μεγάλοι από εμένα έκαναν τις κριτικές εκδόσεις των κειμένων. Επρόκειτο και εγώ να αρχίσω από την επόμενη χρονιά, αλλά μετά άρχισα να δουλεύω τα βράδια, γλυκάθηκα με τα χρήματα...
Θέλω να πω ότι έχω μία άρρηκτη σχέση με την εκκλησία, χωρίς ωστόσο να είμαι θρήσκος. 



Διδασκαλία, Αρμονία και Ενορχήστρωση

Κ. Κ. Δίδαξα με βάση τις προσωπικές μου εμπειρίες. Δεν στηριζόμουνα σε κάποιο βιβλίο ενός θεωρητικού, αλλά στο πώς το είχα βιώσει εγώ. Πιστεύω ότι ο καλύτερος δάσκαλος είναι αυτός που έχει κάνει πράξη ό,τι διδάσκει, και όχι ο θεωρητικός που από τη μία χρονιά στην άλλη λέει πάντα τα ίδια χωρίς να τα δοκιμάσει ή να τα εξελίξει.
 Ήθελα να δώσω στο μαθητή κάτι που θα μπορέσει να το χρησιμοποιήσει επαγγελματικά στη ζωή του. Το μάθημα της Αρμονίας που είναι μουσειακό, όπως παρουσιάζεται στα περισσότερα βιβλία, να μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει σήμερα.

Χ. Μ. Και η ενορχήστρωση;

Κ. Κ. Η ενορχήστρωση ξεκινάει από την εναρμόνιση, δηλαδή την πλούσια σκέψη στην αρμονία. Ας πάρουμε για παράδειγμα διάφορους τζαζίστες. Έχουνε ένα προσδιορισμένο αριθμό συγχορδιών - πόσες θες; πενήντα; εκατό; - που είναι συγκεκριμένες - πάντα τις ίδιες - που τις ανακατεύουν. Εγώ φτιάχνω αρμονίες από συμπτώσεις στις κινήσεις των μερών, όπως γίνεται στην αντίστιξη. Με αυτό τον τρόπο οι συγχορδίες γίνονται άπειρες. Όταν μου λέγανε στη ραδιοφωνία πόσο ωραία είναι η ενορχήστρωση αυτό έβγαινε από εκεί.
Από ‘κει και πέρα είναι η αισθητική που την καλλιέργησα και στο πανεπιστήμιο με τη φιλολογία. Όταν κανείς καλλιεργήσει την αισθητική του, με όποιο τομέα και να ασχοληθεί θα τα καταφέρει.
Μετά έρχεται η ποσοτική μοιρασιά του ήχου. Πώς εξισορροπεί μία ομάδα οργάνων την άλλη; Ένα φλάουτο με ένα τρομπόνι; Αυτά γίνονται κατανοητά πιο πολύ στην πράξη παρά με λόγια.
Όταν ενορχηστρώνω, ακόμα και ένα απλό τραγούδι, πριν ξεκινήσω σκέφτομαι αρκετά πώς θα μπορούσε να ακούγεται. Πώς θα το άκουγα από μία παλιά ορχήστρα, ας πούμε σαν του Μαντοβάνι; Πώς σαν Γκέρσουιν ή Πιατσόλα; Σήμερα πια λέω: «Πώς θα το άκουγα και από μία δική μου ενορχήστρωση;» Όλα αυτά αποτελούν και ένα μέτρο ώστε να μην ξεφύγεις κιόλας.
Σημαντικό είναι επίσης το μέρος κάθε οργάνου να έχει μία λογική γι’ αυτόν που το παίζει και όχι απλώς να εξυπηρετεί τη συγχορδία. Ας πάρουμε ένα απλό σχήμα συνοδείας ντο-σολ-ντο-μι. Ρωτάω τους μαθητές μου: Πόσους τρόπους έχουμε να το ενορχηστρώσουμε; Ένα όργανο μπορεί να πάρει και να παίζει συνέχεια το σολ ισόχρονα. Όμως δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον, οπότε τί κάνουμε; Μπορεί το πρώτο βιολί να παίζει σολ-μι και το δεύτερο το ανάποδο: μι - σολ. Ακούμε πάντα τις ίδιες νότες, αλλά αυτή η διάταξη έχει ενεργητικότητα και δράση. Υπάρχει μία υποτυπώδης μελωδία.
Επίσης - είναι ίσως περίεργο - αλλά η καλή ενορχήστρωση φαίνεται και με το μάτι. Δεν εννοώ φυσικά να είναι καλογραμμένες οι νότες, αλλά το πως φαίνονται τα μέρη πάνω στη σελίδα. Άμα βλέπεις νότες – νότες – νότες, συνεχώς και παντού, τότε το πράγμα είναι μονότονο.

Κ. Λ. Νομίζω ότι αυτό σε έχω ακούσει να το λες εδώ και χρόνια σε μία εκπομπή για ένα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Κ. Κ. Ξέρεις τί έκανα κάποτε; Πήρα χρώματα και έφτιαχνα περιγράμματα. Ξεκινούσα, ας πούμε, με ένα ροζ όπου σιγά –σιγά έμπαινε μέσα ένα πράσινο και ούτω καθ’ εξής. Μετά στήριζα την ενορχήστρωση πάνω σε αυτή την πορεία. .

Χ. Μ. Όλα αυτά θυμίζουν λίγο και το klangfarbemelodie, για το οποίο μιλούσε ο Schoenberg....

Κ. Κ. Έχω ένα παράδειγμα από τα μαθήματά μου: Με πόσους συνδυασμούς μπορούμε να παρουσιάσουμε μίαν  οκτάβα; Ντο – ντο: μέσα στο πεντάγραμμο και με δύο βοηθητικές επάνω. Μόνο με το φλάουτο, το κλαρίνο και το όμποε, ανά ζεύγη ή μεταξύ τους, έχουμε γύρω στους δεκάξι συνδυασμούς που ο καθένας ακούγεται διαφορετικά. Ανάλογο παράδειγμα: ένα μεσαίο ντο και ένα από πάνω. Μπορεί να παιχτεί από μία τούμπα κι ένα φλάουτο. Είναι ένας παράξενος ήχος με το φλάουτο χαλαρό και την τούμπα  στην πιο ψήλη περιοχή της.
Όμως πρέπει να υπάρξει και η ακουστική εμπειρία. Εμείς είχαμε την τύχη να έχουμε την ορχήστρα της ΕΡΤ και εκεί μάθαμε, διαπιστώνοντας αν αυτό που γράφαμε ήταν μέτριο, καλό ή κακό. Ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα που δεν το έχουν σήμερα οι νέοι....






 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΛΑΒΑΣ ένας άσσος της ενορχήστρωσης 



Έχω την αίσθηση πως ο θάνατος του Κώστα Κλάβα, ή Κλάββα, τη Δευτέρα (16/7) στα 78 του χρόνια, πέρασε μάλλον απαρατήρητος. Είναι κρίμα –βεβαίως πιο πολύ κρίμα είναι το τέλος ενός ανθρώπου που σφράγισε την ελληνική μουσική, σε κάθε διάστασή της, για περισσότερο από 50 χρόνια–, αλλά και ίδιον της αδιαφορίας του κόσμου, που τρέχει συνήθως πίσω από το φανταχτερό και το προβεβλημένο. Προβεβλημένος ήταν όμως και ο Κλάβας στη δεκαετία του ’60, όταν διέπρεπε στο ελληνικό τραγούδι, και τον κινηματογράφο (ως συνθέτης soundtracks), αλλά και τις επόμενες δεκαετίες όταν ενορχήστρωνε άλμπουμ πασίγνωστων τραγουδιστών (Γιάννης Πάριος, Γιάννης Πουλόπουλος, Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Κώστας Χατζής, Δάκης, Ελπίδα κ.ά.).

Ο Κλάβας δεν διακρίθηκε μόνο στο χώρο του τραγουδιού, αλλά και σ’ εκείνον της λεγόμενης σοβαρής μουσικής (με δεκάδες έργα), ενώ υπήρξε και διακεκριμένος δάσκαλος (συνιδρυτής της Σύγχρονης Σχολής Μουσικής και ιδρυτής του Κεντρικού Ωδείου) από τα χέρια του οποίου πέρασαν πάμπολλοι κατοπινοί, γνωστοί και λιγότερο γνωστοί, συνθέτες και οργανοπαίκτες. Από τα τραγούδια του ίσως αξίζει ν’ αναφέρω το πρώτο του, το «Ένα γράμμα» σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη, που τραγούδησε η Ζωή Κουρούκλη στο Α Φεστιβάλ Τραγουδιού Ε.Ι.Ρ. το 1959, τον «Κισσό» σε στίχους Τάσου Μαστοράκη με τον Γιάννη Βογιατζή (από το Γ Φεστιβάλ Τραγουδιού Ε.Ι.Ρ., το 1961), το «Πέταξε ένα πουλί» σε στίχους Αλέξη Αλεξόπουλου με τον Γιάννη Βογιατζή και τη Νίκη Καμπά, που απέσπασε πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης (1963), το «Σου το’πα μια και δυο και τρεις» σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη επίσης με τον Γιάννη Βογιατζή (1963) και βεβαίως τη «Μορφονιά» σε στίχους Αλέξη Αλεξόπουλου και πάλι με τον Βογιατζή (1964). Αρκετά απ’ αυτά τα τραγούδια γίνονταν επιτυχίες μέσα από τις ταινίες της περιόδου («Μικροί και Μεγάλοι εν Δράσει», «Αυτό το κάτι άλλο!», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης»…), ενώ άλλα τυπώνονταν σε δίσκους 45 στροφών και σήμερα ελάχιστοι τα θυμούνται («Ο τραγουδιστής», «Άσπρα πανιά» κ.ά.). Ήταν η εποχή των ορχηστρών –κάθε νυχτερινό μαγαζί της εποχής που μπορούσε να εξασφαλίσει μιαν ορχήστρα το έπραττε– και η Ορχήστρα του Κώστα Κλάβα ήταν μία από τις πιο δημοφιλείς.


 Η ορχήστρα του Κώστα Κλάβα, μάλλον στου «Μοστρού», περί το 1963-64. Από αριστερά: Κρύσταλ τραγούδι, Κώστας Κλάβας πιάνο, Σταύρος Αυγερινός τραγούδι, Θανάσης Αραπίδης άλτο σαξόφωνο (καθιστός), Κώστας (αγνώστου επωνύμου) μπάσο (στηρίζεται στο πιάνο), Τάκης Πασβάντης τρομπέτα, Μίμης Κλάβας ντραμς (πίσω από τον Πασβάντη), Κυριάκος Καπούκης τενόρο σαξόφωνο, ηλεκτρική κιθάρα (όρθιος, πίσω από τον Μίμη Κλάβα). Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο του Τάκη Πασβάντη και μου παραχωρήθηκε από τον Νίκο Μητρογιαννόπουλο.

Ο Κλάβας ήταν, ως γνωστόν, από τους βασικούς ενορχηστρωτές του Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Εκεί λοιπόν στο 11ον Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού (20-22/9/1972) γνωρίστηκε με τον Κώστα Τουρνά (όταν οι Poll διαγωνίστηκαν με τις «Μολυβιές φωτογραφίες»), μια γνωριμία που θα επισφραγιστεί με τη συνεργασία τους στα «Απέραντα Χωράφια» [Polydor, 1973] και στα «Λευκά Φτερά» [Polydor, 1975].
Στο τεύχος 36 (9-10/2009) του περιοδικού τής Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών μουσικής πολύτονον ο Κώστας Κλάβας είχε δώσει μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Λυγνό και Χρήστο Μητσάκη. Αντιγράφω ένα μέρος των λόγων τού συνθέτη που έχει να κάνει με την παρουσία του στο τραγούδι και, κυρίως, στον κινηματογράφο.

«Το ’59 έγραψα το πρώτο μου τραγούδι το ‘Ένα γράμμα’ σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη για το φεστιβάλ του τότε Ε.Ι.Ρ., το οποίο πήρε έπαινο. Μάλιστα ήταν εκεί ο Κώστας Γιαννίδης –ο γνωστός Γιάννης Κωνσταντινίδης– και ο Άκης Σμυρναίος, που θεώρησαν ότι ήμουνα σε θέση να κάνω την ενορχήστρωση του τραγουδιού μου. Όπως ίσως ξέρετε οι ενορχηστρώσεις συχνά γίνονταν από άλλους. Το ’63 ήταν που πήρα πρώτο βραβείο στη Θεσσαλονίκη και ένα χρόνο πριν, το ’62, άρχισε ο κινηματογράφος. Ξέρεις ποια ήταν η πρώτη ταινία μου; ‘Αγάπη Γραμμένη με Αίμα’, που γυρίστηκε στο φαράγγι της Σαμαριάς, κάτι που με ενέπνευσε πολύ. Είναι η μόνη μου κινηματογραφική δουλειά από την οποία έχω κάνει και σουίτα. Από τις περισσότερες άλλες δεν έχω καν κρατήσει το υλικό.
Στο χώρο του σινεμά μάλλον μπήκα μέσω των τραγουδιών, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήρθε ο Ντίμης Δαδήρας, που ήταν σκηνοθέτης και μου ζήτησε να γράψω τη μουσική. Δουλεύαμε στην ορχήστρα της ραδιοφωνίας, θα είχαν ακούσει και τα τραγούδια, που τότε ήταν όλα γνωστά… Μπορεί και να ήμουνα τυχερός. Ποιος ξέρει; Η αλήθεια είναι πως μου ήρθε κάπως ξαφνικά. Πάντως κινηματογράφο δεν έβλεπα. Δεν με ενδιαφέρει. Έχω να πάω κινηματογράφο τριάντα ή σαράντα χρόνια.
Η μουσική ολοκληρωνόταν μέσα σε δέκα μέρες. Και με τι συνθήκες! Μας φωνάζανε τελευταία στιγμή και βλέπαμε τις εικόνες στη μουβιόλα. ‘Σε δέκα μέρες πρεμιέρα στον τάδε κινηματογράφο’. Υπάρχουν περιπτώσεις που έφτιαξα μία μουσική για δύο ταινίες και ο σκηνοθέτης την χρησιμοποίησε σε άλλες τρεις ή τέσσερις. Μου έλεγε ‘φτιάξε τίτλους’, ή οτιδήποτε άλλο, και μετά τα χρησιμοποιούσε, χωρίς να με φωνάξει για να δούμε τι θα βάλουμε και που…(…)
Μας κουτσοπληρώνανε με τα χίλια ζόρια. Με τους μουσικούς είχα συνεχώς προβλήματα: ‘Παιδιά ελάτε. Γράφουμε’. ‘Και πότε θα πληρωθούμε;’. ‘Απόψε’, τους έλεγα. Και βέβαια δεν πληρωνόντουσαν… Τελικά μου κόλλησαν το παρατσούκλι ‘ο Απόψε’.
Όμως με όλα αυτά αποκτούσα εμπειρία και ταχύτητα. Όταν εξελίχθηκα και έφτασα σ’ ένα σημείο, σταμάτησαν να με ζητάνε. Είχαν ανακαλύψει κάτι κυρίες που με το ένα δάχτυλο στα άσπρα πλήκτρα γράφανε κάτι βαλσάκια και υποτίθεται γράφανε σε στυλ Νίνο Ρότα, άλλο βέβαια που ο Νίνο Ρότα έχει γράψει και κοντσέρτα… Αυτή είναι η γνωστή ελληνική κατάντια».

 Προσεχώς θα προσθέσω μερικά ενδιαφέροντα βίντεο....